- κατελεγχέτω
- κατελέγχωconvict of falsehoodpres imperat act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατελέγχω — (Α) 1. αποδεικνύω κάτι ως ψεύτικο, διαψεύδω («σὲ δὲ μή τι νόον κατελεγχέτω εἶδος» η μορφή σου να μη διαψεύδει καθόλου τον εσωτερικό σου κόσμο, Ησίοδ.) 2. ατιμάζω, καταισχύνω («ἀνδρὼν δ ἀρετὰν σύμφυτον οὐ κατελέγ χει», Πίνδ.) 3. προδίδω, φανερώνω… … Dictionary of Greek